αποκούμπι
From LSJ
κ. ανακούμπι, το
1. το μέρος ή το σημείο όπου μπορεί κανείς ν' ακουμπήσει, να στηριχθεί
2. (για πρόσωπα) καταφύγιο, προστασία
3. (για κτήμα, χρήματα κ.λπ.) ενίσχυση, εξασφάλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκουμπώ, υποχωρητικά κατά το σχήμα κυνηγώ -κυνήγι].