ἀπόκλιμα

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκλῐμα Medium diacritics: ἀπόκλιμα Low diacritics: απόκλιμα Capitals: ΑΠΟΚΛΙΜΑ
Transliteration A: apóklima Transliteration B: apoklima Transliteration C: apoklima Beta Code: a)po/klima

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a slope, EM374.35, Aristeas 59.    II Astrol., cadent place, preceding one of the four κέντρα, Cat.Cod.Astr. 1.100; opp. ἐπαναφορά(q.v.), S.E.M.5.14, Paul.Al.P.2, etc.

German (Pape)

[Seite 307] τό, abschüssige Lage, Abdachung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκλῐμα: τό, κατωφέρεια, κλίσις κατωφερής, Ἐτυμολ. Μ. 374. 35· ἐπὶ ἀστέρων, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἑκάστου τούτων τῶν κέντρων τὸ μὲν προάγον ζῴδιον ἀπόκλιμα καλοῦσι, τὸ δὲ ἐπόμενον ἀναφορὰν Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 14 [ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 418].

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 inclinación, declive Aristeas 59, EM 374.35G.
2 astrol. punto de declinación de los astros, que precede a uno de los cuatro κέντρα S.E.M.5.14, Ptol.Tetr.4.8.3, Paul.Al.55.7, 57.15, Cat.Cod.Astr.1.100.

Greek Monolingual

ἀπόκλιμα, το (Α) αποκλίνω
1. η κατηφοριά
2. το σημείο που δύουν οι αστερισμοί.