αποτυγχάνω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

κ. -τυχαίνω (AM ἀποτυγχάνω)
1. (μτβ.) δεν πετυχαίνω κάτι, αστοχώ
2. (αμτβ.) δεν πετυχαίνω τον σκοπό μου
νεοελλ.
(μτχ. παθ. πρκμ.) αποτυχημένος, -η, -ο
1. αυτός που δεν έχει κατορθώσει, δεν έχει πετύχει κάτι
2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ατυχήσει στη σταδιοδρομία του
μσν.
γελιέμαι, πέφτω έξω
αρχ.
1. αποβάλλω, χάνω
2. (-ομαι) δεν εκπληρώνομαι, δεν πραγματοποιούμαι.