ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
(AM ἀραιῶ, -όω)
κάνω κάτι αραιό, χαλαρό, πορώδες
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα και πράγματα) μεγαλώνω τα κενά διαστήματα μεταξύ τους
2. ελαττώνω τη συχνότητα πράξεων ή συνηθειών
3. γίνομαι αραιός ή πιο αραιός απ' όσο ήμουν, γίνομαι λιγότερο συχνός («τελευταία αραίωσαν οι βίζιτες»).