αργυρίτης

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀργυρίτης,ο κ. ἀργυρῑτις, -ιτιδος, η)
η άμμος ή το χώμα που περιέχουν άργυρο
νεοελλ.
φυσικός θειούχος άργυρος
αρχ.
1. ως επίθ. ο χρηματικόςἀργυρίτης ἀγών» — αγώνας στον οποίο το έπαθλο είναι χρηματικό, σε αντίθεση με τον «στεφανίτην ἀγώνα»)
2. ο πλούσιος.