άρειος

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

ἄρειος, -ον κ. -α, -ον κ. ιων. ἀρήϊος, -η, -ον (Α) Άρης
1. αυτός που είναι αφιερωμένος στον Άρη, πολεμικός, φιλοπόλεμος
2. ως ουσ. πολεμιστής
3. φρ. «ἀρήϊοι ἀγῶνες» — πολεμικοί αγώνες σε αντίθεση με τους «γυμνικούς», τα αθλητικά αγωνίσματα.