Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
η (AM ἀρρωστία)
1. η κακή κατάσταση της υγείας, η ασθένεια
2. η παρατεταμένη αδιαθεσία
3. η ηθική αδυναμία, η πτώση του φρονήματος ή το ελάττωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. αρρώστια < αρχ. αρρωστία (< άρρωστος) ή υποχωρητικά, από το ρ. αρρωστώ].