αρρωστημένος

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει αρρωστήσει
2. ο καχεκτικός
3. αυτός που δεν είναι ζωηρός, κανονικός
4. (για δέντρα) αυτό που δεν είναι δροσερό ούτε υγιές.