ασάμινθος
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Greek Monolingual
ἀσάμινθος, η (Α)
1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας
2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» — από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί με το αντικείμενο που δηλώνει η λ. Σ' αυτή την υπόθεση οδηγεί τόσο η σημασία της, όσο και το επίθημα -νθος, το οποίο χαρακτηρίζει πολλά κύρια ονόματα, κατά το πλείστον τόπων (πρβλ. Κόρινθος, Όλυνθος κ.ά, αλλά και προσηγορικά (πρβλ. λαβύρινθος, μήρινθος, πλίνθος κ.ά.), τα οποία θεωρούνται δάνεια προελληνικής προελεύσεως. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το σουμερ.-βαβυλ. asam «δοχείο από άργιλλο για νερό», ενώ όλες οι άλλες υποθέσεις δεν φαίνονται ικανοποιητικές. Η λ. ασάμινθος είναι ομηρική και δεν χρησιμοποιείται στην αττική διάλεκτο, όπου έχει αντικατασταθεί από τις λ. λουτήριον, μάκτρα κ.ά.].