αστυβοώτης

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

(-ου), ο (Α)
(για κήρυκα) αυτός που φωνάζει δυνατά μέσα στην πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + βοώ (-άω). Ο τ. αστυβοώτης, που οφείλεται σε διέκταση (αντί του αστυβοήτης), οδηγεί στην υπόθεση ενός τ. αστυβώτης (με ιωνική συναίρεση του -οη- σε -ω-)].