αστυμηχανικός
From LSJ
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
ο
μηχανικός ο οποίος επιβλέπει την τήρηση της πολεοδομικής και οικοδομικής νομοθεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + μηχανικός. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στην εφημερίδα Εφημερίς το 1894].