αστυμηχανικός

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source

Greek Monolingual

ο
μηχανικός ο οποίος επιβλέπει την τήρηση της πολεοδομικής και οικοδομικής νομοθεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + μηχανικός. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στην εφημερίδα Εφημερίς το 1894].