και αστοχιά (AM ἀστοχία) άστοχος1. η αποτυχία2. η πλάνη, το σφάλμα3. η απερισκεψία, η ανοησίανεοελλ.1. η έλλειψη συγκομιδής, η αφορία2. η δυστυχία3. η αδεξιότητα που οφείλεται σε απροσεξίααρχ.το να μην πετυχαίνει κάποιος τον στόχο.