ἀσυμβούλευτος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source

German (Pape)

[Seite 380] unberathen; nicht um Rath fragend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμβούλευτος: -ον, ὁ μὴ συμβουλευόμενός τινι, ὁ μὴ χρώμενος συμβούλῳ, ὁ ἄνευ συμβουλῆς, Βασίλ. τ. 1. σ. 452Β.

Spanish (DGE)

-ον que carece de consejo, ἄνθρωπος Basil.M.30.289A.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυμβούλευτος, -ον)
εκείνος που δεν έχει δεχθεί συμβουλές για κάποιο θέμα
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει κάποιον να τον συμβουλέψει
2. (για πράξεις) ασύνετος, απερίσκεπτος.