Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αστικός

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀστικός, -ή, -όν)
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο άστυ, στην πόλη
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική τάξη
αρχ.
1. εκείνος που αγαπά τη ζωή της πόλης
2. ο καλλιεργημένος, ο πολιτισμένος
3. ως ουσ. ο αστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστ-υ (-εως) < αστός
η γραφή αστυ-κός (αντί αστ-ικός) είναι μεταγενέστερη].