ἀττίκισις
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
German (Pape)
[Seite 390] ἡ, attische Art zu reden u. sich zu benehmen, Luc. Lexiph. 14; Philostr.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
lingüíst. aticismo Cephisod.14
•estilo ático ὅτιπερ ὄφελός ἐσμεν τῆς ἀττικίσεως ἄκρον Luc.Lex.14, cf. Philostr.VS 568.
Greek Monolingual
ἀττίκισις, η (Α) αττικίζω
ο αττικισμός.