ἄτυπος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτῠπος Medium diacritics: ἄτυπος Low diacritics: άτυπος Capitals: ΑΤΥΠΟΣ
Transliteration A: átypos Transliteration B: atypos Transliteration C: atypos Beta Code: a)/tupos

English (LSJ)

ον,

   A speaking inarticulately, stammering, Gell 4.2.5    II conforming to no distinct type (of illness), Gal.7.471 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 390] der nicht deutlich reden kann, stammelnd, Gell. 4, 2.

Spanish (DGE)

-ον
1 medic. atípico de enfermos, Gal.7.471, del tartamudo por op. a los afectados por enfermedades, Gell.4.2.5.
2 carente de «tipo» la exégesis bíblica tipológica ἄ. δὲ νουθεσία οὐκ ἄν ποτε δειχθείη Adam.Dial.96.
3 adv. -ως de una manera no tipológica en la exégesis bíblica ἀ. συνέβαινεν ἐκείνοις Adam.Dial.96.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄτυπος, -ον)
ιατρ. φρ. «άτυπα κύτταρα», «άτυπη πνευμονία» — αυτός που παρουσιάζει κάποια απόκλιση, τόσο στο φυσιολογικό όσο και στο παθολογικό πεδίο
νεοελλ.
αυτός που δεν διατυπώνεται ή που δεν γίνεται σύμφωνα με καθορισμένους τύπους («άτυπη συμφωνία»)
αρχ.
τραυλός.