ἀττικισμός

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72

German (Pape)

[Seite 390] ὁ, 1) Anhänglichkeit an Athen, Thuc. 3, 64. 4, 133. – 2) attische Mundart, attischer Ausdruck, Gramm.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 attachement au parti des Athéniens;
2 emploi de la langue attique, atticisme.
Étymologie: ἀττικίζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 adhesión al partido de los atenienses op. μηδισμός Th.3.64, cf. IG 22.33.6 (IV a.C.).
2 lingüíst. aticismo, estilo ático καὶ ἐπῄνεις αὐτῆς τὸν ἐπιχώριον ἀττικισμόν Alciphr.4.19.1, ποίησον ἀντὶ τοῦ ποιήσεις· ἐστὶ δὲ Ἀττικισμός Sch.S.OT 543P., cf. Cic.Att.931, Gal.12.971.

Greek Monolingual

ο (AM ἀττικισμός) αττικίζω
τάση για μίμηση της γλώσσας των κλασικών έργων της αττικής λογοτεχνικής παραγωγής, επιδίωξη της αττικής ορθοέπειας
αρχ.
σύμπραξη με τους Αθηναίους.