αφανίζω
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
Greek Monolingual
(AM ἀφανίζω) αφανής
1. εξαφανίζω
2. καταστρέφω, εξοντώνω
3. καταστρέφω οικονομικά κάποιον ή κατασπαταλώ περιουσία
4. καταβάλλω, καταπονώ
νεοελλ.
διακορεύω, καταστρέφω ηθικά
αρχ.-μσν.
αφαιρώ κάτι από κάποιον
μσν.
παραπλανώ
αρχ.
1. κρύβω, αποκρύπτω κάτι
2. αμαυρώνω την υπόληψη κάποιου
3. φρ. «ἀφανίζω οὐσίαν» — ρευστοποιώ ακίνητη περιουσία για να την αποκρύψω
4. (-ομαι) αποσύρομαι από τη δημόσια ζωή, ζω ως ιδιώτης.