ἀχειροτόνητος

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχειροτόνητος Medium diacritics: ἀχειροτόνητος Low diacritics: αχειροτόνητος Capitals: ΑΧΕΙΡΟΤΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: acheirotónētos Transliteration B: acheirotonētos Transliteration C: acheirotonitos Beta Code: a)xeiroto/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A not elected, D.19 Arg.ii 13.    II not granted by vote, τιμή Max.Tyr.12.5.

German (Pape)

[Seite 417] nicht (durch Handaufheben) erwählt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχειροτόνητος: -ον, μὴ ἐκλεχθείς, Γραμμ. 2) μὴ χειροτονηθείς, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 no elegido por votación D.19 argumen.2.13.
2 fig. que no tiene jurisdicción οὐκ ἵνα ἀ. ἐπιπηδοίη τῇ τῶν ὑπηκόων ἀρχῇ Isid.Pel.Ep.M.78.784A.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀχειροτόνητος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
(για κληρικούς ή υποψήφιους κληρικούς) αυτός που δεν έχει ακόμη χειροτονηθεί
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει φάει ξύλο, ο άδαρτος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει εκλεγεί με χειροτονία, ανάταση του χεριού
2. (για αξιώματα) εκείνος που δεν έχει αποδοθεί με ψηφοφορία.