ἀχθηδών (-ονος), η (Α)1. βάρος, φορτίο2. θλίψη, ενόχληση, ταλαιπωρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος ή < άχθομαι + -δων-, επίθημα με το οποίο σχηματίζονται ονόματα που δήλωναν ασθένεια, άλγος, οδύνηπρβλ. ακεχηδών«λύπη» (Ησύχ.), αλγηδών, μελεδών.