ἀφρούρητος

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρούρητος Medium diacritics: ἀφρούρητος Low diacritics: αφρούρητος Capitals: ΑΦΡΟΥΡΗΤΟΣ
Transliteration A: aphroúrētos Transliteration B: aphrourētos Transliteration C: afroyritos Beta Code: a)frou/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A unguarded, Pl.Lg.760a, Plu.2.34of; ungarrisoned, Plb.4.25.7, al., Plu.Flam.10: metaph., Gal.18(1).321.

German (Pape)

[Seite 415] unbewacht, Plat. Legg. VI, 760 a; πόλις, ohne Besatzung, Pol. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρούρητος: -ον, ὁ μὴ φρουρούμενος, στερούμενος φρουρᾶς, Πλάτ. Νόμ. 760Α, Πολύβ. 4. 25, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans gardien;
2 sans garnison.
Étymologie: ἀ, φρουρέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): dór. -ρα IAE 25.4 (III a.C.)
carente de protección, desprotegido ἀφρούρητον ... μηδὲν εἰς δύναμιν ἔστω ref. a la ciu., Pl.Lg.760a, cf. Plu.2.340f, χώρα Gal.18(1).321, αὐτόνομοι ὄντες καὶ ἀφρούρατοι IAE l.c.
en sent. militar carente de protección πόλις IIl.45.14 (II a.C.), πόλεις Plb.4.25.7, ἀφιᾶσιν ἀφρουρήτους καὶ ἐλευθέρους (τοὺς Κορινθίους, Φωκείς ...) Plu.Flam.10, πύλαι Longus 3.2.1, νηῦς Longus 2.13.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀφρούρητος, -ον)
αυτός που δεν φρουρείται ή δεν επιτηρείται.