βάνδαλος

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

Greek Monolingual

ο
1. εκείνος που ανήκει στο βανδαλικό έθνος
2. αγροίκος, ακαλαίσθητος, που καταστρέφει έργα τέχνης, βάρβαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. Vandal < λατ. Vandalus < (γερμ.) Wandaĭ- «Βάνδαλος». Οι Βάνδαλοι, γερμανικός λαός, έμειναν ονομαστοί στην ιστορία για τις βαρβαρότητες και τις καταστροφές των μνημείων τέχνης στις οποίες προέβησαν σε όσες περιοχές εισέβαλαν κατά τον 4ο και 5ο μ.Χ. αιώνα, και ιδιαίτερα στη Ρώμη, γι' αυτό και ο όρος βάνδαλος ταυτίστηκε με τη σημασία του «καταστροφέα, βαρβάρου, αγροίκου»].