βαρβαρώνομαι

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

βαρβαρώνομαι, Α βαρβαροῡμαι, -όομαι) βάρβαρος
γίνομαι βάρβαρος, χάνω την ελληνικότητά μου ή την ανθρωπιά μου
αρχ.
(μτχ. παρακμ.) βεβαρβαρωμένος, -η, -ον- δυσνόητος, δυσερμήνευτος.