βελονιάζω
From LSJ
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
Greek Monolingual
1. περνώ την κλωστή στην τρύπα της βελόνας
2. ράβω αραιά και πρόχειρα, τρυπώνω
3. περνάω με τη βελόνα κλωστή σε φύλλα, αρμαθιάζω («βελονιάζω καπνό», «...φύλλα» κ.λπ.)
4. φρ. «βελονιάζει την τρίχα» — είναι πολύ επιδέξιος στην εξαπάτηση των άλλων
5. (παροιμία) «έμαθα και βελονιάζω και περνώ (ή και γαμώ) το μάστορή μου» — για αρχάριο που νομίζει ότι ξεπέρασε τον δάσκαλο του.