βλήμα
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Greek Monolingual
το (AM βλῆμα)
οτιδήποτε εκτοξεύεται εναντίον στόχου με το χέρι, τόξο, όπλο ή οποιοδήποτε μηχάνημα
νεοελλ.
(για πρόσωπα) ανόητος
αρχ.
1. η ριξιά των κύβων
2. η βολή
3. τραύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βάλλω.
ΣΥΝΘ. απόβλημα, έμβλημα, επίβλημα, περίβλημα, πρόβλημα
αρχ.
αμφίβλημα, αντίβλημα, κατάβλημα, μετάβλημα, σύμβλημα, υπέρβλημα, χειρόβλημα
μσν.
διάβλημα, παράβλημα, υπόβλημα].