βολιδοσκοπώ

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source

Greek Monolingual

(-έω)
1. εξετάζω με βολίδα τον βυθό της θάλασσας
2. προσπαθώ με τρόπο να εξιχνιάσω τις διαθέσεις ή σκέψεις κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βολίς (-ίδα) + -σκοπώ (< -σκοπος < σκοπός). Η λ. βολιδοσκοπώ μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Νικ. Κοντόπουλου].