βράγχιο
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
το (AM βράγχιον) συνήθως στον πληθ. βράγχια, τα
τα αναπνευστικά όργανα υδρόβιων και ψαριών
αρχ.
1. το πτερύγιο του ψαριού
2. βρόγχος του αναπνευστικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βράγχος «βραχνάδα». Η σημασιολογική εξέλιξη που παρατηρείται στο βράγχιον οφείλεται τόσο στη σημασιολογική συγγένεια όσο και στη μορφολογική ομοιότητα με το βρόγχος. Από άλλους αμφισβητείται η ετυμολογική συσχέτιση των δύο λέξεων ή αποδίδεται σε απλή παρετυμολογική σύνδεση].