βοεικός

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοεικός Medium diacritics: βοεικός Low diacritics: βοεικός Capitals: ΒΟΕΙΚΟΣ
Transliteration A: boeikós Transliteration B: boeikos Transliteration C: voeikos Beta Code: boeiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (βοῦς)

   A = βόειος, of or for oxen, ζεύγη β. wagons drawn by oxen, Th.4.128, X.An.7.5.2, cf. Ar.Fr.109; κρέας β. Poll.6.55:—the form βοϊκός, freq. in codd. as in D.H.8.87, is censured by Hdn.Gr.2.416, but cf. ἱερεῖον βοϊκόν Milet.1(7).203a (i B. C.); θυσία βοϊκή Inscr.Prien. 112.109 (i B. C.); βοϊκά, = oxen, GDI1158 (Elis); β. κτήνη BGU1189.12 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 451] von Rindern, ζεύγη, Ochsengespann, Thuc. 4, 128; Xen. An. 7, 5, 2; τὸ βοεικόν, Rindfleisch, Poll. 6, 55.

Greek (Liddell-Scott)

βοεικός: -ή, -όν, (βοῦς) = βόειος, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς βοῦς, ζεύγη β., ἅμαξαι συρόμεναι ὑπὸ βοῶν, Θουκ. 4. 128. Ξεν, Ἀν. 7. 5. 2, πρβλ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163. Ὁ τύπος βοϊκός, συχνὸς ἐν χείροσι χφοις (ἴδε Διον, Ἁλ. 8. 87), κατακρίνεται ὑπὸ Ἡρῳδιαν. ἐν Α. Β. 1354.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de bœuf ; ζεύγη βοεικά, attelages de bœufs.
Étymologie: βοῦς.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): βοϊκ- Hero Def.135.5, D.H.8.87, Milet 1(7).203a.29 (II a.C.), IPr.112.109 (I a.C.), BGU 1189.12 (I a.C.), Gal.14.366, 12.127, Porph.Abst.3.3; βοειακ- EM 254.45G.
I 1de buey, de bovino o vacuno, de vaca(s) ζεύγη ... βοεικά carros tirados por bueyes Th.4.128, X.An.7.5.2, D.H.l.c., cf. Ar.Fr.111, PThead.6.10 (IV d.C.), cf. EM l.c., Ἀρχιμήδους β. πρόβλημα el problema de las vacas de Arquímedes problema de logística planteado a Eratóstenes, Hero l.c., κρέας β. Poll.6.55, θυσία β. IPr.l.c., ἱερεῖον β. Milet l.c., β. ἅμιλλα Ael.NA 15.24, βόλβιτα βοϊκά Gal.14.366, βοϊκὰ κτήνη BGU l.c., cf. A.D.Adu.166.29, Sch.D.T.371.4.
2 subst. τὸ β. mugido Pherecr.233.
3 bot. σμύρνα βοϊκή un tipo de mirra Gal.12.127.
II adv. -ῶς a la manera de las vacas φωνηθῆναι Porph.l.c.

Greek Monolingual

βοεικός και βοϊκός, -ή, -όν (Α)
ο βόειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βοεικός < βόειος, με -επίθημα -κ- κατά τα επίθετα σε -κός (ιππικός), ενω ο μτγν. τ. βοϊκός < βους (βοός)].