γάγγλιο
From LSJ
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
Greek Monolingual
το (Α γαγγλίον)
στρογγυλός ή επιμήκης μικρός όγκος σε ορισμένα σημεία των λεμφαγγείων και των νεύρων
αρχ.
1. «ἀπόστημα ἄπονον ὑπὸ λευκῷ και νευρώδει χιτῶνι» — απόστημα που δεν προκαλεί πόνο σκεπασμένο με λευκό χιτώνα από νεύρα
2. «νεύρου παρὰ φύσιν συστροφή» — παθολογική συστροφή νεύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. που χαρακτηρίζεται πιθ. από εκφραστικό αναδιπλασιασμό και συνδέεται με τα άγλις, γέλγις. Υποστηρίχθηκε ακόμη η σύνδεση της λ. με σλαβικές λέξεις που σημαίνουν οίδημα, αδένας κ.λπ.» (π. χ. αρχ. σλ. žbly).
ΠΑΡ. γαγγλιώδης
νεοελλ.
γαγγλιακός, γαγγλιίτιδα.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. γαγγλιεκτομή, γαγγλιοπάθεια, λεμφογάγγλιον].