γαγγλιώδης
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
English (LSJ)
γαγγλιῶδες, of the ganglion kind, Hp.Art.40:—also γαγγλιοειδής, ές, Hsch.
Spanish (DGE)
-ες
medic. semejante a un ganglio, e.e. al fenómeno llamado γαγγλίον ref. a tumores en las articulaciones, Hp.Art.40, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 469] ές, einem γάγγλιον ähnl., Hippocr. γάγγραινα, ἡ, ein um sich fressendes (γράω), krebsartiges Geschwür, ehe es in den Brand, σφάκελος, übergeht, Medic.; doch nennt Galen. ersteres den eigtl. medicinischen Ausdruck für letzteres. – Übertr. auf die Schmeichelei, N.T.; Plut. neben καρκίνωμα de am. et adul. discr. 36.
Greek (Liddell-Scott)
γαγγλιώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος γαγγλίῳ, Ἱππ. Ἄρθρ.106. Ὡσαύτως γαγγλιο- -ειδής, ές, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ες (Α γαγγλιώδης, -ες) γαγγλίον
αυτός ο οποίος εμφανίζει διογκώσεις όμοιες με των γαγγλίων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαγγλιώδης -ες γαγγλίον: peestumor] peestumor-achtig. Hp.