βρύγδην
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
Adv., (βρύκω) properly,
A with clenched teeth: of a polypus, tightly, AP9.14 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 466] knirschend, beißend, πλέξασθαι Antiphil. 28 (IX, 14).
Greek (Liddell-Scott)
βρύγδην: ἐπίρρ. (βρύκω) κυρίως μὲ συνεσφιγμένους ὀδόντας· ἀλλ᾿ ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 9.14, ἐπὶ πολύποδος, σφικτά, δυνατά.
Spanish (DGE)
adv. apretadamente, estrechamente πλέξασθαι del abrazo de un pulpo AP 9.14 (Antiphil.), cf. Hsch.β 1253.
Greek Monolingual
βρύγδην επίρρ. (Α) βρύκω
1. με σφιγμένα δόντια
2. σφιχτά, δυνατά.