γλυκόπικρος

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont l’amertume a qqe douceur.
Étymologie: γλυκύς, πικρός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α γλυκύπικρος, -ον, Μ γλυκόπικρος, -ον)
1. αυτός που έχει γεύση και γλυκιά και πικρή
2. εκείνος που είναι και ευχάριστος και δυσάρεστος, ο οποίος φέρνει και χαρά ή ηδονή και πίκρα ή οδύνη (α. «γλυκόπικρα μαντάτα» β. «ἔργοις γνωρίσεις ἔρωτος γλυκύπικρας ὀδύνας», Καλλίμ.
γ. «Ἔρος... γλυκύπικρον... ὄρπετον» — γλυκόπικρο ερπετό, Σαπφώ).