ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
-ή, -ό1. ολισθηρός («γλιστερό πάτωμα»)2. επικίνδυνος3. λείος («γλιστερό σανίδι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < γλιστρ-ερός (με ανομοίωση) < γλίστρα < γλιστρώ].