δακτυλιοποιός
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ fabricante de anillos, Gloss.2.266.
Greek Monolingual
ο
χρυσοχόος ειδικός στην κατασκευή δαχτυλιδιών, ο δαχτυλιδάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + -ποιος < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος].