δακτυλιοποιός

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ fabricante de anillos, Gloss.2.266.

Greek Monolingual

ο
χρυσοχόος ειδικός στην κατασκευή δαχτυλιδιών, ο δαχτυλιδάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + -ποιος < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος].