γύφτος
From LSJ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
ο, θηλ. γύφτισσα (Μ γύφτος)
1. αθίγγανος, τσιγγάνος
2. σιδεράς
3. γανωτής, χαλκοματάς
4. άνθρωπος πολύ μελαχρινός
5. ρυπαρός, ακάθαρτος, βρομιάρης, ατημέλητος
6. άξεστος
7. τσιγγούνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αιγύπτιος, με σίγηση του αρκτικού Αι- και τροπή του -πτ- σε -φτ- (πρβλ. πτύω: φτύνω)].