γωνιώδης

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωνιώδης Medium diacritics: γωνιώδης Low diacritics: γωνιώδης Capitals: ΓΩΝΙΩΔΗΣ
Transliteration A: gōniṓdēs Transliteration B: gōniōdēs Transliteration C: goniodis Beta Code: gwniw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A angular, Th.8.104; at a sharp angle, διαστροφή Hp. Art.47.

German (Pape)

[Seite 512] ες, = γωνιοειδής, Thuc. 8, 104; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιώδης: -ες, (εἶδος) γωνιακός, ὅμοιος γωνίᾳ, Θουκ. 8. 104· ἔχων ἢ σχηματίζων ὀξεῖαν γωνίαν, διαστροφὴ Ἱππ. Ἄρθρ. 812.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de forme angulaire.
Étymologie: γωνία, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
angular περιβολή Th.8.104, διαστροφή Hp.Art.47, ἐκκοπαί Procop.Gaz.M.87.645C, ἐξοχὴ γ. un saliente formando esquina en la muralla, Eust.1082.27
op. σφαιροειδής anguloso, con aristas de la forma de un nido de pájaros οὐ γωνιῶδες Plu.2.966e.

Greek Monolingual

-ες (AM γωνιώδης, -ες)
ο γωνιοειδής.