γωνιάζω

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωνιάζω Medium diacritics: γωνιάζω Low diacritics: γωνιάζω Capitals: ΓΩΝΙΑΖΩ
Transliteration A: gōniázō Transliteration B: gōniazō Transliteration C: goniazo Beta Code: gwnia/zw

English (LSJ)

   A place at an angle, Porph. inCat.132.31.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιάζω: εἰς γωνίαν σχηματίζω, Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 17.

Spanish (DGE)

colocar en ángulo γραμμῶν ... γωνιασθεισῶν πρὸς ἀλλήλας Porph.in Cat.132.31.

Greek Monolingual

(AM γωνιάζω) γωνία
δίνω σε ένα αντικείμενο μορφή γωνίας
μσν.- νεοελλ.
κρύβω
νεοελλ.
1. πελεκώ με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές του αντικειμένου να αποτελέσουν δίεδρη γωνία
2. δοκιμάζω με τη γωνιά (με το αλφάδι).