δασυγένειος
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ον,
A with thick beard, v.l. for βαθυ-, Tz.ad Lyc. 307.
German (Pape)
[Seite 524] mit dickem Bart, Tzetz. zu Lycophr. 307.
Greek (Liddell-Scott)
δασυγένειος: -ον, ὁ ἔχων βαθύ, πυκνὸν γένειον, Τζέτζ. π. Λυκ. 307.
Spanish (DGE)
-ον
de barba poblada de pers., Heph.Astr.3.45.1, Sch.Lyc.307 (var.), Tz.Alleg.Il.proem.663.
Greek Monolingual
ο (Μ δασυγένειος)
αυτός που έχει πυκνά γένια.