δαφνοστεφανώνω
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
Greek Monolingual
1. στεφανώνω κάποιον με δάφνινο στεφάνι
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) δαφνοστεφανωμένος, -η, -ο
α) στεφανωμένος με δάφνινο στεφάνι
β) ένδοξος, βραβευμένος.