δαφνοστεφανώνω
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek Monolingual
1. στεφανώνω κάποιον με δάφνινο στεφάνι
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) δαφνοστεφανωμένος, -η, -ο
α) στεφανωμένος με δάφνινο στεφάνι
β) ένδοξος, βραβευμένος.