γυρτός

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481

Greek Monolingual

και γειρτός και γιρτός, -ή, -ό
1. κυρτός, καμπύλος
2. επικλινής
3. (για πόρτες και παράθυρα) μισόκλειστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ορθότερος τ. είναι γειρτός < (θ.) γειρ-, έγειρα, αόρ. του γέρνω. Από άλλους προτείνεται ο τ. γιρτός < γερτός < γέρνω, με αναλογική τροπή του -ε- σε -ι-με επίδραση του αορ. έγειρα. Τέλος ο τ. γυρτός με επίδραση του γύρος].