γυρτός
From LSJ
Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
Greek Monolingual
και γειρτός και γιρτός, -ή, -ό
1. κυρτός, καμπύλος
2. επικλινής
3. (για πόρτες και παράθυρα) μισόκλειστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ορθότερος τ. είναι γειρτός < (θ.) γειρ-, έγειρα, αόρ. του γέρνω. Από άλλους προτείνεται ο τ. γιρτός < γερτός < γέρνω, με αναλογική τροπή του -ε- σε -ι-με επίδραση του αορ. έγειρα. Τέλος ο τ. γυρτός με επίδραση του γύρος].