δεκαήμερος

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που διαρκεί δέκα μέρες
2. το ουδ. ως ουσ. χρονικό διάστημα δέκα ημερών
3. το ουδ. ως ουσ. Το Δεκαήμερον
τίτλος έργου του Βοκκάκιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ημερος < ημέρα. Το ουδ. δεκαήμερον μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].