δασπλής

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source

German (Pape)

[Seite 523] ῆτος, ὁ, ἡ, = folgdm, Εὐμενίδες Euphor. bei Schol. Soph. O. C. 681; ὀδόντες Nonn. D. 4, 400; πέλεκυς, μάχαιρα, 21, 63. 22, 219 u. öfter; διάστασις Paul. Sil. 39 (V, 241).

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
terrible.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Spanish (DGE)

-ῆτος

• Morfología: [ac. δάσπλητα Hsch.]
terrible, espantoso de seres míticos Χάρυβδις Simon.17.1, Εὐμενίδες Euph.116, cf. Call.Fr.30
de pers. γυναῖκες Nonn.D.46.210
de anim. δύω δασπλῆτε ... δράκοντε Nic.Th.609
de cosas ὀδόντες Nonn.D.4.400, cf. 15.32, πέλεκυς Nonn.D.21.63
de abstr. διάστασις AP 5.241 (Paul.Sil.), μόθος Nonn.D.23.25, κοιρανίη Nonn.D.14.298, ἀνάγκη Nonn.Par.Eu.Io.7.46.

Greek Monolingual

δασπλής (-ῆτος), ο, η (Α)
τρομερός, φοβερός («δασπλῆτα Χάρυβδιν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του δασπλήτις που αποδίδεται στη Χάρυβδη, στις Ευμενίδες και στα φίδια].