δενδροκομικός

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδροκομικός Medium diacritics: δενδροκομικός Low diacritics: δενδροκομικός Capitals: ΔΕΝΔΡΟΚΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: dendrokomikós Transliteration B: dendrokomikos Transliteration C: dendrokomikos Beta Code: dendrokomiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or like a woodman, Ael.NA13.18.

German (Pape)

[Seite 546] ή, όν, zur Pflege der Bäume gehörig, σοφία Ael. H. A. 13, 18.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροκομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς δενδροκομίαν, Αἰλ. π. Ζ. 13. 18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la végétation des arbres.
Étymologie: δενδροκόμος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν propio del arboricultor σοφία Ael.NA 13.18.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δενδροκομικός, -ή, -όν) δενδροκομία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δενδροκομία.