δεκάλεπτος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα πρώτων λεπτών της ώρας («δεκάλεπτο διάλειμμα»)
2. αυτός που έχει αξία δέκα λεπτών της δραχμής («δεκάλεπτο χαρτόσημο»)
3. το ουδ. ως ουσ. το δεκάλεπτο
α) παλιότερο μετάλλινο νόμισμα με αξία δέκα λεπτών, δέκα εκατοστών της δραχμής, η δεκάρα
β) χρονικό διάστημα δέκα πρώτων λεπτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + λεπτόν. Το ουδέτερο δεκάλεπτον μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].