δενδροφυής
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ές,
A tree-like, Lyr.Adesp.84.7.
Greek (Liddell-Scott)
δενδροφυής: -ές, ὡς δένδρον αὐξηθείς, Πίνδ. (Ὠριγ. 16, 3127. Migne).
Spanish (DGE)
-ές
que es como un árbol δενδροφυεῖς ἀναβλαστάνοντες de los Coribantes Lyr.Adesp.67(b).7, cf. Hippol.Haer.5.7.4.
Greek Monolingual
δενδροφυής (-ούς), -ές (Α)
αυτός που μεγαλώνει σαν δένδρο, που μοιάζει με δένδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -φυής < φυή ή φύος < φύομαι].