διαβαπτίζομαι

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβαπτίζομαι Medium diacritics: διαβαπτίζομαι Low diacritics: διαβαπτίζομαι Capitals: ΔΙΑΒΑΠΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: diabaptízomai Transliteration B: diabaptizomai Transliteration C: diavaptizomai Beta Code: diabapti/zomai

English (LSJ)

   A dive for a match, πρός τινα Polyaen.4.2.6.    2 metaph., contend in foul language with, τινί D.25.41.

Greek (Liddell-Scott)

διαβαπτίζομαι: ἀποθ., κολυμβῶ, ἁμιλλώμενος πρός τινα, πρός τινα Πολύαιν. 4. 2, 6. 2) μεταφ., ἁμιλλῶμαι πρός τινα εἰς τὰς κακολογίας=δαλοιδορεῖσθαι, τινὶ Δημ. 782. 26˙ πρβλ. πλύνω.

French (Bailly abrégé)

1 lutter à qui plongera le plus en avant;
2 lutter d’injures cherchées dans les bas-fonds du vocabulaire.
Étymologie: διά, βαπτίζω.

Spanish (DGE)

I bañarse Polyaen.4.2.6.
II fig.
1 dar un remojón, un baño de insultos τούτῳ D.25.41.
2 hundirse moralmente, Tit.Bost.Man.M.18.1145B.

Greek Monolingual

διαβαπτίζομαι (Α)
1. αμιλλώμαι σε κολυμβητικό αγώνα
2. συναγωνίζομαι κάποιον σε κακολογίες.