διάβαση

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes

Sophocles, Antigone, 472

Greek Monolingual

η (AM διάβασις) διαβαίνω
1. δίοδος, πέρασμα
2. τόπος διάβασης, πόρος, ατραπός
αρχ.
1. το μέσον με το οποίο γίνεται δυνατή η διάβαση, η γέφυρα
2. πορθμείο
3. η αλλαγή τών εποχών του έτους
4. ανάπαυλα κατά την απαγγελία
5. η μεταβατική ενέργεια του ρήματος.