διάγνωση
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
Greek Monolingual
η (Α διάγνωσις) διαγιγνώσκω
1. εικασία, συμπερασμός
2. ο προσδιορισμός της ασθένειας από την οποία πάσχει κάποιος
αρχ.
1. η διευκρίνηση, η διάκριση
2. σχηματισμός γνώμης, απόφαση
3. η δύναμη ή το μέσον του να διακρίνει κανείς κάτι.