διαγγελέας
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
ο
1. ο αγγελιαφόρος
2. αξιωματικός και υπαξιωματικός που μεταφέρει διαταγές ανωτέρων προς κατωτέρους ή αναφορές κατωτέρων προς ανωτέρους ή και οδηγίες του διοικητή στρατιωτικής μονάδας προς τους υφισταμένους του βαθμοφόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διαγγέλλω. Η λ. διαγγελεύς μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλά του Βυζάντιου].